- σφάγνος
- ο, ΝΑ, και σφάγνο, το, Ννεοελλ.βοτ. κοσμοπολίτικο γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων που αποτελεί το μοναδικό μέλος τής τάξης σφαγνώδη και περιλαμβάνει 300 είδη μικρών ωχροπράσινων έως βαθυκόκκινων φυτών με ύψος έως 30 εκατοστόμετρααρχ.1. το φυτό ελελίσφακος2. το φυτό ασπάλαθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη, ο τ. σφάγνος συνδέεται με τα σφάκος «είδος φυτού», σφάκελος (Ι) «σήψη, γάγγραινα». Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική και οι ξέν. γλώσσες (πρβλ. λατ. sphagnos, αγγλ. sphagnum)].
Dictionary of Greek. 2013.